- εὐανάπνευστος
- εὐανάπνευστοςeasy to repeat in a breathmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευανάπνευστος — εὐανάπνευστος, ον (Α) αυτός που μπορεί να επαναληφθεί με μια πνοή («λέξις ἡ τετελειωμένη τε... καὶ εὐανάπνευστος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα πνευστος (< ανα πνέω)] … Dictionary of Greek
εὐανάπνευστον — εὐανάπνευστος easy to repeat in a breath masc/fem acc sg εὐανάπνευστος easy to repeat in a breath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)